- χορηγικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χορηγία ή στο χορηγό, παροχικός, προμηθευτικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χορηγικός — ή, ό / χορηγικός, ή, όν, ΝΜΑ [χορηγός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χορηγία ή στον χορηγό αρχ. φρ. «χορηγικοὶ ἀγῶνες» άμιλλα μεταξύ χορηγών για την προετοιμασία και την συγκρότηση χορών, καθώς και κατά τη διεξαγωγή τών παραστάσεων (Ξεν.) … Dictionary of Greek
χορηγικοῖς — χορηγικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορηγικῆς — χορηγικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЛИСИКРАТ — • Lysicrătes, Λυσικράτης, афинский хороначальник, в честь которого был воздвигнут памятник, сохранившийся до настоящего времени, хотя и не вполне. Поставлен этот памятник по следующему обстоятельству. От каждой филы в трагические и… … Реальный словарь классических древностей
τρίποδος — η, ο / τρίπους, ουν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρίπους Ν, και ποιητ. τ. τρίπος Α 1. αυτός που έχει τρία πόδια 2. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως γέροντα που στηρίζεται σε ραβδί) αυτός που βαδίζει με τρία πόδια («τρίποδι βροτῷ», Ησίοδ.) 3. (σχετικά με έπιπλα … Dictionary of Greek